σφαδασμός

σφαδασμός
ο
σπαρτάρισμα από πόνο, ψυχορράγημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφαδασμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδᾳσμός — spasm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδασμός — ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α [σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφαδάζω …   Dictionary of Greek

  • σφαδασμοῖς — σφαδασμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδασμοῦ — σφαδασμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδασμῶν — σφαδασμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδᾳσμούς — σφαδᾳσμός spasm masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδᾳσμῶν — σφαδᾳσμός spasm masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδαϊσμός — και σφαδασμός, ο, Α βλ. σφαδασμός …   Dictionary of Greek

  • σπαρτάρισμα — το, Ν [σπαρταρίζω] βίαιο τίναγμα, σφαδασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”